εκπολιορκώ

εκπολιορκώ
(-έω) (AM ἐκπολιορκῶ)
1. εξαναγκάζω πόλη ή περιοχή να παραδοθεί μετά από πολιορκία
αρχ.
1. αναγκάζω με τα επιχειρήματά μου αντίπαλο να υποκύψει
2. βρίσκομαι σε δύσκολη θέση σαν να πολιορκούμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαδίζω — (I) (AM μαδίζω) μαδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαδώ κατά τα ρ. σε ίζω]. (II) μαδίζω (Μ) 1. (αμτβ.) επιτίθεμαι, συμπλέκομαι, πολεμώ 2. (μτβ.) εκπολιορκώ, κατανικώ 3. (μτβ.) καταβάλλω, νικώ 4. (αμτβ.) ερίζω, φιλονικώ, καβγαδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”